Η καλημέρα της είχε πάντα κάτι από διακοπές. Σαν να είχε μόλις προσγειωθεί στο παλιό καλό Ελληνικό, φορώντας μοκασίνια, κρεπ μαύρο παντελόνι, κασμίρ πουλόβερ, μεγάλα μαύρα γυαλιά και μια Kelly bag στο χέρι, μετά από ένα σαββατοκύριακο στο St. Tropez. Στην ερώτηση «Τι κάνεις?» απαντούσε πάντοτε «Πολύ καλά!». Συχνά αναρωτιόμουν αν πραγματικά το εννοούσε. Δεν μου φαινόταν φυσιολογικό ένας άνθρωπος να είναι ΠΑΝΤΑ καλά. Μάλλον ζήλευα.
Μια Δευτέρα πρωί ήρθε με ελαφρώς πρησμένα μάτια. Τη ρώτησα τι κάνει, μου απάντησε με χαμόγελο «Πολύ καλά!». Στο μεσημεριανό διάλειμμα μου περιέγραψε συνοπτικά το χρονικό του τέλους μιας μακροχρόνιας σχέσης. Ακόμη και η θλίψη της είχε κάτι από μη-θλίψη, δεν υπήρχαν βουβοί λυγμοί, πονεμένες σιωπές, μάγουλα λεκιασμένα με μάσκαρα. Η αφήγηση χώρεσε ίσα ίσα στο lunch break, που όπως κάθε μέρα περιλάμβανε ένα μήλο κι ένα γιαούρτι με λίγα λιπαρά. Με άφησε γεμάτη απορία και με διάθεση να τσακίσω μισό κιλό κουβερτούρα. Προσφέρθηκα να πιούμε έναν καφέ παρηγοριάς. I should have known better. Το πρόγραμμά της ήταν ήδη γεμάτο για τις επόμενες δύο εβδομάδες. Κινηματογράφος, δείπνα, κόσμος στο σπίτι και ένα τριήμερο στο Παρίσι για να ξεχάσει.
Κάποια στιγμή έκανε κι εκείνη μια αδιέξοδη σχέση, από αυτές που είσαι ο τρίτος άνθρωπος, χωρίς ελπίδα να μεταπηδήσεις σε άλλο ρόλο. Ήταν ο μεγάλος της έρωτας, όπως μου είπε, την ημέρα που μου ανακοίνωσε την πρόθεσή της να τον τελειώσει. Και τον τελείωσε το ίδιο απόγευμα, μετά από μια σύντομη συζήτηση και λίγα δάκρυα. Βρεθήκαμε το σαββατοκύριακο, σε μια παραλία της Αττικής. Ο χωρισμός είναι ένα πράγμα, το μαύρισμα ένα άλλο. Εκείνος την πήρε τηλέφωνο για να συναντηθούν. Του το αρνήθηκε, γύρισε μπρούμυτα και έλυσε το πάνω του μαγιό της για να μην της κάνει σημάδι. Δυο μήνες και πολλά ραντεβού μετά ερωτεύτηκε ξανά.
Μου ήταν ευχάριστη. Ήταν μια καθησυχαστική παρουσία, μια αισιόδοξη νότα σ΄έναν κόσμο που εμείς οι κοινοί θνητοί κόβουμε φλέβα μετά από κάθε χωρισμό ακούγοντας «Παράλληλα, προχωράμε παράλληλα, κι όλα είν΄ακατάλληλα για να σμίξουμε πάλι», βουτηγμένοι σε αναθυμιάσεις αλκοόλ, τασάκια τιγκαρισμένα με αποτσίγαρα και βουνά από χαρτομάντιλα με μύξες. Οι δικοί της χωρισμοί ήταν ανεπαίσθητοι, ειρηνικοί, δε συνοδεύονταν από αυτοκαταστροφικές πρακτικές. Η ζωή της μετά το χωρισμό διατηρούσε μια κανονικότητα που με ξεπερνούσε. Ξύπνημα στις 8.15 ΚΑΘΕ πρωί, πρωινό, γραφείο, μεσημεριανό, βραδινό, στα ενδιάμεσα γυμναστήριο, καφές με φίλους, beaute. Χωρίς κλάματα, χωρίς σκηνές δράματος, χωρίς drink and SMS, χωρίς μαύρους κύκλους, χωρίς υπαρξιακά και υποθέσεις "Αν δεν είχα πει αυτό" ή "Αν δεν είχα κάνει εκείνο".
Ποιο ήταν άραγε το μυστικό της? Πώς τα κατάφερνε κι εκεί είχε πάντα ήλιο? Μήπως το βράδυ μετά από κάθε χωρισμό ερχόντουσαν τύποι από μια μυστήρια εταιρεία και έκαναν εκκαθάριση στο μυαλό της, όπως στο «Eternal sunshine of the spotless mind»? Ή μήπως υπήρχε κάποιο κουμπί που πατούσε? Ποτέ δεν μπόρεσα να το εξηγήσω.
Όσοι δεν την ήξεραν, έλεγαν πως είναι ρηχή. Εμένα με τραβούσε η ανεξήγητα αδιαπέραστη από τη δυστυχία πραγματικότητά της, σκεφτόμουν ότι απλώς έχει το ταλέντο να ζει. Στην πορεία διαπίστωσα ότι εκτός από ατσαλάκωτη είναι και η καλύτερη φίλη που μπορεί να σου τύχει. Παρότι πολύ διαφορετικές για να γίνουμε φίλες, όταν χρειάστηκε ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που μου άνοιξε το σπίτι της χωρίς να διστάσει, χωρίς να ρωτήσει, χωρίς να κρίνει, για όσο χρειαζόμουν. Πολλές φορές την αποφεύγω, γιατί ντρέπομαι που όλα αυτά τα χρόνια στριφογυρίζω στο πλυντήριο των ίδιων 2 σχέσεων και λούζομαι τα βρωμόνερά τους χωρίς ποτέ να πατάω το κουμπάκι για το ξέβγαλμα. Όμως τη σκέφτομαι πολύ συχνά. Και τη θαυμάζω. Είναι η ηρωίδα μου. Το κορίτσι-τεφάλ που θέλω να γίνω, μα ξέρω πως δεν θα γίνω ποτέ.